Στερεότυπα που ζηλεύω (την κοσμοπολίτικη ιστορία της, μία πόλη στην οποία συζούσαν αρμονικά Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι, που ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο, ανοικτή στις επιρροές και τις προκλήσεις του κόσμου, όπως κάθε μεγάλο λιμάνι) και στερεότυπα που με απωθούσαν (τον συντηρητισμό, τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, την διαφθορά, τον ραγιαδισμό).
Και είχα σχηματίσει την εικόνα ότι τα πρώτα ήταν παρελθόν, τα δεύτερα ήταν το παρόν της πόλης. Τις μέρες της ΔΕΘ, είπα σε μία συζήτηση με ένα καλό φίλο Θεσσαλονικιό, ότι η πόλη του μοιάζει να εκφράζει για εμένα τα χειρότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης Ελλάδας, ότι μου έμοιαζε να έχει πέσει σε τέλμα από όλες τις απόψεις.
Φαίνεται ότι έκανα λάθος. Με την εκλογή του Μπουτάρη, οι Θεσσαλονικείς έδειξαν χθες ότι στην πλειοψηφία τους αναζητούν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης τους, ότι δεν αποζητούν δήμαρχο υποταγμένο σε θρησκευτικούς ηγέτες, ότι είναι άνθρωποι προοδευτικοί και ανοικτόμυαλοι, με όρεξη για δημιουργία.
Και η Θεσσαλονίκη, μου μοιάζει από χθες πιο γοητευτική.
Γιατί όπως γράφει σήμερα η LIFO "Ο Γιάννης Μπουτάρης κανονικά έπρεπε να είχε χάσει":
Έκανε του κεφαλιού του σε μια Θεσσαλονίκη συντηρητική που βγάζει Δημάρχους που γλύφουν την Εκκλησία και το στράτευμα και είναι καλά παιδιά με κοστούμια και καλοχτενισμένα μαλλιά (κι ας τα θαλασσώνουν με τις Πολιτιστικές και τα λεφτά του Δήμου) απ’ το 1986. Στην πόλη του Άνθιμου, του Παπαγεωργόπουλου, του Ψωμιάδη, ο Μπουτάρης τα έκανε όλα λάθος:
1) Ήταν μεγάλος. [Θυμάται κανείς που τις πρώτες μέρες της υποψηφιότητάς του υπήρχε μια βρώμικη καμπάνια, και μέσα απ’ το βαθύ, κακό Πασόκ, που έλεγε ότι ο Μπουτάρης είναι 75 χρονών άρα ανήμπορος άρα άχρηστος, ενώ στην πραγματικότητα είναι 68 και όχι 75; Είχα προσπαθήσει να διαλύσω αυτή την παρανόηση, απ’ την πρώτη μέρα εδώ.]
2) Κι άλλα λάθη γι’ αυτή την πόλη: Είχε σκουλαρίκια και τατουάζ. Και «γκόμενες». Και τους νέους μαζί του, πράγμα ως γνωστόν άχρηστο γιατί οι νέοι δε νοιάζονται και κάνουν με περηφάνια «αποχή».
3) Όταν η γυναίκα του πέθανε από καρκίνο πριν από τέσσερα χρόνια (λίγο μετά την ήττα του στις προηγούμενες Δημοτικές εκλογές – πόσο θα χαιρόταν αν ήξερε πως ο αγαπημένος της τα κατάφερε χτες), ο Μπουτάρης εκπλήρωσε την τελευταία επιθυμία της να μην ταφεί σε θρησκευτική κηδεία αλλά να αποτεφρωθεί στη Βουλγαρία – μιας και οι παπάδες δεν επέτρεπαν την αποτέφρωση εδώ. Θρησκόληπτες κατίνες του το κρατούσαν από τότε: «Έκαψε τη γυναίκα του.»
4) Δεν είχε image maker. Τα viral με το «Μακάρι Μπουτάρη» είχαν πλάκα αλλά το φτηνό λογοπαιγνιακό τους χιούμορ δεν άγγιξε τόσους όσους θα άγγιζε, υποτίθεται, μια κανονική καμπάνια.
5) Είναι κανονικός άνθρωπος. Δε νιώθει άνετα στην τηλεόραση, δεν έχει φοβερό λέγειν στην οθόνη, μουρμουρίζει, σκύβει το βλέμμα του όταν δίνει συνεντεύξεις, σα να ντρέπεται. Δεν είχε τον αέρα του αντιπάλου του που ρητορεύει με πειστικότητα πείθοντας πως έχει όλες τις λύσεις.
6) Δεν είναι τοπικιστής, δεν είναι «πατριώτης», δεν έχει δεσμευτεί πως θα αντιπαρατεθεί με τους Σκοπιανούς και τους Τούρκους (αντίθετα έχει κατηγορηθεί ως Ρεπουσικός και εθνομηδενιστής, whatever that means), με την οργάνωσή του ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ έχει προωθήσει τη συνεργασία της χώρας με τους γείτονες. Και ξέρουμε τι σημαίνει στη Θεσσαλονίκη να μην κάνεις σημαία σου το Μακεδονικό και τα εθνικά θέματα.
7) Τα κάνει θάλασσα στα αθλητικά. Μέχρι και μια μέρα πριν τις εκλογές άνοιγε μέτωπα με τους οπαδούς του Ηρακλή, την ώρα που ακόμα και 100 ψήφοι θα του ήταν υπερχρήσιμοι.
8) Δεν έλεγε σε όλους τους ψηφοφόρους αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Τον άκουγα στην τηλεόραση και ήθελα να μπω στο κουτί και να τον ταρακουνήσω, να του πω: «Σταμάτα να κάνεις εχθρούς, μην τα λες αυτά!»
9) Η σύνδεση με το Πασόκ: τώρα που όλοι μισούμε το Πασόκ και το μνημόνιο, δεν υπάρχει κάτι πιο ξενερωτικό απ’ το να ξέρεις πως το Πασόκ θα καπηλευτεί τυχόν νίκη ενός ανεξάρτητου υποψηφίου (και όντως αυτό έγινε.) Ποιος τρελός, ακόμα και Πασοκτζής θα ήθελε να δώσει το μήνυμα πως θέλει και νέα μέτρα;
10) Ως τελευταία προεκλογική συγκέντρωση έκανε μια αντιγραφή των ρεσώ των Atenistas στο Λευκό Πύργο – η κατάληξη μιας καμπάνιας τελείως ερασιτεχνικής και do-it-yourself με πολλά επικοινωνιακά κενά και λάθη, όπως διαπίστωσαν πολλοί.
11) Είπε σε εκδήλωση ότι η δημοτική τηλεόραση TV100 θα ήταν πιο χρήσιμη αν αντί για προπαγάνδα για τον κάθε δήμαρχο έπαιζε εκπομπές λόγου, τέχνης και, ναι, πορνό τα βράδια. Εκεί για όλους είχε πια τελειώσει. Το ότι τόλμησε να προκαλέσει στη συντηρητική Θεσσαλονίκη ήταν, πιστέψαμε, το μεγαλύτερό του λάθος. Βούτυρο στο ψωμί των συντηρητικών, που πλέον προηγούνταν στις δημοσκοπήσεις.
12) Θα ξεπερνούσε όμως τον εαυτό του, λέγοντας χωρίς διπλωματικές και δημοσιοσχεσίτικες περιστροφές την άποψή του για τον Μητροπολίτη Άνθιμο. Εκεί πια τον μίσησαν όλοι: οι θρησκευόμενοι επειδή τους έβρισε τον άγιο, οι άθεοι επειδή πήγε να τον ασπαστεί (τη μέρα που ο Άνθιμος αντέδρασε και, θα έλεγα, ξεσκεπάστηκε.) Τη στιγμή που ο Μητροπολίτης είπε: «Όσο ζω εγώ ο Μπουτάρης δε θα γίνει Δήμαρχος», οι περισσότεροι ξέραμε πως όλα είχαν τελειώσει.
13) Ήταν ευάλωτος. Επειδή δεν ήταν ψεύτικα ατσαλάκωτος και χαμογελαστός δεν έγινε μόνο αντικείμενο χλευασμού για την ηλικία του, αλλά και για το ότι είναι οινοπαραγωγός και είχε προβλήματα αλκοολισμού στη δεκαετία του ’80. Και παρ’ ό,τι είχε μιλήσει ανοιχτά για το πώς τα ξεπέρασε και βοήθησε κι άλλους ανθρώπους μέσω σχετικής οργάνωσης, η ρετσινιά του μπεκρή που δεν ξέρει τι λέει τον ακολούθησε μια χαρά ως ύπουλο χτύπημα όταν χρειαζόταν.
Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά στην (έτσι κι αλλιώς πιθανότατα καταδικασμένη απ’ την αρχή καμπάνια του) πήγε. Ένας image maker θα τραβούσε τα μαλλιά του μ’ αυτόν τον άνθρωπο που έμοιαζε να ντρέπεται να μιλήσει δημοσίως, φαινόταν γέρος, θεωρούνταν για κάποιους μπεκρής, απογοήτευε τις ομάδες της πόλης, έβριζε τον αγαπημένο Μητροπολίτη της μεγαλύτερης μερίδας των ψηφοφόρων, υποστηριζόταν απ’ το πιο μισητό κόμμα της δεκαετίας, θεωρούνταν «εθνομηδενιστής» και προδότης στην πόλη που η πλειοψηφία έχει θετική γνώμη για τον Παπαθεμελή, μιλούσε για πορνό στο δημοτικό κανάλι.
Κι όμως, όταν ξαφνικά χτες το βράδυ, πέρα από κάθε προσδοκία -τα κουκιά δεν του έβγαιναν έτσι κι αλλιώς στη Δεύτερη Κυριακή- κατάλαβα πως βγαίνει, γίνεται Δήμαρχος της πόλης, παραδέχτηκα αυτόν τον άνθρωπο που πορεύτηκε στην προεκλογική του εκστρατεία με έναν τρόπο πρωτοφανή: δείχνοντας τον πραγματικό του εαυτό και λέγοντας τη γνώμη του – ακόμα κι αν αυτή ήταν αντιδημοφιλής. Τα έκανε όλα λάθος κι όμως ταυτόχρονα τα έκανε όλα σωστά. Εμπιστεύτηκε τους ψηφοφόρους, τους φέρθηκε σα μεγάλα παιδιά.
Και όλες τις γκάφες που έκανε; Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, εμείς, όσοι τον συμπαθούσαμε, τις θεωρούσαμε γκάφες, απ’ το άγχος μας για το πώς θα τις πάρουν οι συντηρητικοί ψηφοφόροι. «Αμάν, δεν έπρεπε να τα βάλει με τον Μητροπολίτη, τώρα θα πάει εναντίον του ο Παπαθεμελής και το Λάος», «Ωχ δεν έπρεπε να πει αυτό για την TV100», «Πωπω… εκτός απ’ τους οπαδούς του Ηρακλή τώρα έχασε και τις ψήφους των Παοκτσήδων», «Μα γιατί δεν καταδικάζει πιο έντονα το Μνημόνιο; Θα χάσει ψήφους απ’ την αριστερά!». Τα σκεφτόμασταν όλα με όρους επικοινωνίας, και ο Μπουτάρης, απρόβλεπτος όπως είναι, έμοιαζε να κάνει ό,τι μπορεί για να χάσει το επικοινωνιακό παιχνίδι. [Δεν ξέραμε πως τα επικοινωνιακά τερτίπια ήταν τόσο υπερεκτιμημένα!]
Το άγχος του πώς θα τον δουν οι άλλοι έκανε πολλούς ανθρώπους να απογοητευτούν απ’ την καμπάνια του Μπουτάρη – η έγνοια για την προσέλκυση ψήφων, η ανάγκη για στρογγύλεμα των απόψεων, για λείανση των αντιθέσεων, για γλώσσα που θα έπειθε τους θρησκευόμενους και τους πατριώτες και τους συντηρητικούς και τους οπαδούς του Ψωμιάδη…
Όταν όμως απευθύνεσαι σε όλους τελικά δεν απευθύνεσαι σε κανέναν. Αυτό είναι τελικά το μήνυμα της εκλογικής νίκης του νέου, ανέλπιστου Δημάρχου. Και αυτή η ειλικρίνεια και η απόφασή του να πει αυτό που πιστεύει ακόμα κι αν αυτοκαταστραφεί, χάσει ψηφοφόρους, ή δεν εκλεγεί (σε συγκλονιστική αντίθεση πχ. με τον Ψωμιάδη) είναι ο λόγος που τελικά κέρδισε.
Κέρδισε χωρίς να στρογγυλέψει την ξεκάθαρή του καταδίκη του σκοταδισμού της πόλης, του απαράδεκτου Μητροπολίτη, της εικόνας που έχουν όλοι για την φοβική, εθνικιστική Θεσσαλονίκη. Δεν χρειάστηκε να στρογγυλέψει τίποτα.
Και αυτή η απρόβλεπτη διπλή του νίκη δεν είναι μόνο μια μεγάλη ανατροπή, αλλά και το πιο κουφό και ελπιδοφόρο success story που έζησε η αυτή η πόλη εδώ και πολλές πολλές δεκαετίες...